- συγκρατημένα
- воздржано
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
κρατητός — ή, ό (Α κρατητός, ή, όν) [κρατώ] αυτός που συγκρατείται από άλλον ή αυτός που συγκρατεί τον εαυτό του αρχ. αυτός που μπορεί κανείς να τόν νικήσει. επίρρ... κρατητά με πολλή προσοχή, συγκρατημένα, σιγά σιγά … Dictionary of Greek
μεμετρημένως — με μετρημένως (ΑM, Μ και μεμετρημένα) επίρρ. μσν. συγκρατημένα αρχ. με μέτρο, μετρημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμετρημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μετρῶ] … Dictionary of Greek
υπεσταλμένως — ΜΑ επίρρ. συγκρατημένα, με μετριοφροσύνη, με συστολή, συνεσταλμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεσταλμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ὑποστέλλω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
Μπρακ, Ζορζ — (Georges Braque, Αρζαντέιγ 1882 – Παρίσι 1963). Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης γαλλικής ζωγραφικής. Έζησε τα νεανικά του χρόνια στη Χάβρη, όπου ο πατέρας του, ερασιτέχνης… … Dictionary of Greek
Ρενάρ, Ζιλ — (Renard, Σαλόν σιρ Μαγέν, Μαγέν 1864 – Παρίσι 1910). Γάλλος συγγραφέας. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ανάμεσα στο Παρίσι (όπου το 1889 ήταν ένας από τους ιδρυτές του Mercure de France) και στο πατρικό του χωριό Σιτρι λε Μιν (Νιεβρ), του … Dictionary of Greek